συνόλως

συνόλως
Α
βλ. σύνολος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνόλως — σύνολος all together adverbial σύνολος all together masc acc pl (doric) σύνολος all together adverbial σύνολος all together masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνόλως — συνόλως , σύνολος all together adverbial συνόλως , σύνολος all together masc acc pl (doric) συνόλως , σύνολος all together adverbial συνόλως , σύνολος all together masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бьхъма — (17) нар. Совершенно, совсем, вообще: изволивъ жити бе славы. нъ ѡбаче тако творѩ. ничьто же си бьхъма твор˫а мьн˫аше. (οὐδαμῶς) ЖФСт XII, 46; ѥмоу же ѡчищени˫а ради д҃шевьнаго. и въноутрь и въ ср҃дци плачь. никогда же оубо престан˫ашеть бьхъма.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • σύνολος — ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, όλη, ον, Α [ὅλος] 1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.) 2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”